- ιατρομαθηματικός
- -ή, -ό (Α ιατρομαθηματικός, -ή, -όν)νεοελλ.1. ως ουσ. ο, η ιατρομαθηματικόςγιατρός που υποβάλλει τα φυσιολογικά και παθολογικά φαινόμενα σε μαθηματικούς νόμους2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρομαθηματικήκλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα τών φυσιολογικών και παθολογικών φαινομένων από φυσική και μηχανική άποψηαρχ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἰατρομαθηματικοίοι γιατροί και αστρολόγοι συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.